130 χρόνια από τη γέννηση του Κώστα Βάρναλη
Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε το 1884 στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας. Η ενασχόλησή του με την ποίηση και τη λογοτεχνία ξεκινά από μικρή ηλικία. Στα εικοσί του δημοσιεύει το πρώτο του ποίημα.
Η περίοδος στην οποία μεγάλωσε και ανδρώθηκε είναι περίοδος μεγάλων ιστορικών γεγονότων. Η φρικαλεότητα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και η Οκτωβριανή Επανάσταση, η γέννηση του ΣΕΚΕ (μετέπειτα ΚΚΕ), η αποτυχία του Μεγαλοϊδεατισμού και η Μικρασιατική Καταστροφή, σε συνδυασμό με την άνοδο των επαναστατικών κινημάτων και το προοδευτικό ρεύμα που διαμορφώνεται γύρω απ’ τους κύκλους της ευρωπαϊκής διανόησης, διαμορφώνουν μια τέτοια συνθήκη που ο Βάρναλης, ανάμεσα σε μια σειρά άλλους κορυφαίους καλλιτέχνες και διανοούμενους πανευρωπαϊκά, οδηγείται και τελικά εντάσσεται στο επαναστατικό στρατόπεδο. Το 1919 στο Παρίσι προσχωρεί στον μαρξισμό και στο εξής η καλλιτεχνική του δημιουργία είναι συνυφασμένη με την πολιτική του δράση.
Η ποίηση για τον ίδιο πρέπει να ανήκει στο λαό, να τον καθοδηγεί και να τον οργανώνει. Ο Ρίτσος τον θεωρεί πατέρα της επαναστατικής λογοτεχνίας κι όντως είναι ο πρώτος απ’ τους μεγάλους σύγχρονους έλληνες ποιητές που θέτει τον εαυτό του και το έργο του στην υπηρεσία του λαϊκού κινήματος. Συνεργάζεται με το «Ριζοσπάστη» και συνεχίζει να γράφει από την εξορία στον Αη Στράτη το 1935, κυνηγημένος απ’ την ασφάλεια το 1940, συμμετέχοντας στο ΕΑΜικό κίνημα το 1942. Το 1959 του απονέμεται το βραβείο Λένιν.
Ένα από τα κορυφαία του έργα, ίσως το κορυφαίο, είναι η ποιητική σύνθεση «Το Φως που καίει». Με μια σειρά μεταφορές και συμβολισμούς, μέσα απ’ τους διαλόγους του Προμηθέα, του Ιησού και του Μώμου -προσώπου της Αλεξανδρινής Κωμωδίας-, της Μάνας Γης και του Αηδονιού, μέσα απ’ τον τραγικής έμπνευσης χορό των Ωκεανίδων και των Σεραφείμ, τον επιτάφιο θρήνο της Μάνας του Χριστού και της ιδωμένης έξω από στερεότυπα Μαγδαληνής, την αντίδραση της πόρνης Αριστέας και της μαϊμούς-υπηρέτη της και τέλος απ’ τον επίλογο του Οδηγητή και του Λαού, ο ποιητής δημιουργεί μία σύνθεση πρωτοφανή. Αποδομώντας και αναδομώντας τους μυθικής ή θρησκευτικής πνοής ρόλους, μεταφέροντάς τους χρονικά και εξετάζοντάς τους από διαφορετικές σκοπιές, με έντονο πολλές φορές το συναίσθημα, αλλά με τη λογική να κυριαρχεί, ο Βάρναλης καυτηριάζει εμφανώς το διαχρονικό ρόλο της θρησκείας, απογυμνώνει τις σχέσεις εκμετάλλευσης, τις ανισότητες και εν τέλει την ίδια την εξουσία του αστικού κράτους από κάθε είδους ιδεολογικό και ηθικό μανδύα, δίνει την ελπίδα και προτρέπει για το πέρασμα σε μια κοινωνία διαφορετική.
Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε γράφοντας δεκάδες ακόμα γραμμές, αλλά ο περιορισμένος χώρος της εφημερίδας δεν μας το επιτρέπει. Για το τέλος θα αρκεστούμε σε ένα απόσπασμα απ’ τον «Οδηγητή».
Ο αγέρας έχει κόψει ολότελα. Μια βαθιά σιωπή καταπίνει τα ουρλιάσματά τους. Αξαφνα μια πολύβοη αντάρα από νεανικές φωνές περιζώνει ολούθε τη γης. Κι ένας φωτεινός κύκλος αρχίζει να χαράζει ολόγυρα στον ορίζοντα εκεί, που δένεται ο ουρανός με τα βουνά και με τη θάλασσα. Ανάμεσα σ’ αυτές τις φωνές, που ζυγώνουνε ρυθμικά, ξεχωρίζει μπροστά μια πιο βαριά, πιο δυνατή, που σκεπάζει όλες τις άλλες.
Ο Οδηγητής
Δεν είμ’ εγώ σπορά της Τύχης,
ο πλαστουργός της νιας ζωής.
Εγώ ’μαι τέκνο της Ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της Οργής.
Δεν κατεβαίνω από τα νέφη,
γιατί δε μ’ έστειλε κανείς
Πατέρας, τάχα παρηγόρια
για σένα, σκλάβε, που πονείς.
Ουράνιες δύναμες, αγγέλοι,
κρίνα, πουλιά και ψαλμουδιές
τίποτα! Εμένα παραστέκουν
οι θυμωμένες σας καρδιές.
η.
Δημοσιεύτηκε στο “Χαμπέρι”, στο φύλλο του Απρίλη. Το “Χαμπέρι” συντάσσεται από ομάδα εργασίας της συνέλευσης του αυτοδιαχειριζόμενου κοινωνικού χώρου “Στρούγκα”. Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν την άποψη των συντακτών τους.