Κείμενο του Ν. Ξυδάκη:
Ανέβαινα την οδό Ακαδημίας. Λίγο πριν από την Χ. Τρικούπη είδα μικρομποτιλιάρισμα, άκουσα σφυρίγματα και τραγουδιστές φωνές, είδα και μια κίνηση ανθρώπων στο οδόστρωμα. Μπα; Τι γίνεται; Διαδηλώνουν οι δικήγοροι;
Σε λίγα λεπτά ήμουν εκεί. Επτά-οχτώ κορίτσια πιασμένα χέρι χέρι χόρευαν μπαλέτο στην άσφαλτο της Ακαδημίας, μπροστά από τη Λυρική. Δεν φορούσαν πουέντ και τούτου, μποτάκια και παντελόνια φορούσαν, και χοροπηδούσαν με χάρη στο οδόστρωμα, και έριχναν το κεφάλι πίσω ξεκαρδισμένες. Από την είσοδο της κατειλημμένης Λυρικής Σκηνής, ξεχυνόταν μουσική· μουσική μπαλέτου, που ακουγόταν απόκοσμα μες στη βουή του αθηναϊκού κέντρου, δεν ακουγόταν σαν τα ντάπα-ντούπα των διαφημιστικών σταντ στους πεζόδρομους, όχι, αυτό εδώ ήταν ένα ιλαρό έπος, που μεταμόρφωνε τον χώρο, τον έβγαζε από την γκριζάδα και το καυσαέριο, που εκτίνασσε τον χρόνο τον συμπιεσμένο και βιαστικό και μίζερο και τον έκανε χρόνο γιορτής αιφνίδιας, χρόνο αναποδογυρισμένο, χαρισμένο γενναιόδωρα από παιδιά που τον έχουν άφθονο προς όλους τους κατσούφηδες και τους αφηρημένους.
Εμείς η κατακραυγή της κοινωνίας, οι αλήτες, οι καταραμένοι, εμείς που μείναμε στην πρώτη πατρίδα, στο παιδί…
Εμείς τρελοί από έρωτα, Νεκροί από πόνο, Λυσσασμένοι από συνείδηση
Εχω δει πολλές περφόρμανς, σε μουσεία και γκαλερί, σε δημόσοιους χώρους. Ελάχιστες έχουν κατορθώσει αυτό το γόνιμο παραξένισμα, την εκτροπή του χωροχρόνου από τη ρουτινιάρικη κοίτη του, αυτό το αισθητηριακό και υπαρξιακό πετάρισμα που μετέδιδε ο κυκλοτερής χορός των κοριτσιών στις μύτες, τα γέλια, οι μουσικές, τα φέιγ βολάν, αυτή η εισβολή του ζωτικού καρναβαλιού στη σκηνή της ανίας και της αβίωτης καθημερινότητας.
Τα νεαρούδια που χόρευαν έξω από τη Λυρική, απέναντι απ’ τον Δικηγορικό Σύλλογο, μοίραζαν το ρομαντικό, παθιασμένο κείμενό τους για τη σχέση της τέχνης με την κοινωνία, μιλούσαν για εξεγερμένα μπαλέτα, για δωρεάν μαθήματα ακροβατικών, σύγχρονου χορού, ιστορίας τέχνης και παραδοσιακών πολεμικών τεχνών. Μιλούσαν για μια τέχνη αδιαμεσολάβητη, για ζωή δημιουργική, για την εναντίωσή τους στην τέχνη-θέαμα και στην παθητική κατανάλωση.
Και μιλούν για μικρές ομάδες, για μικρές συλλογικότητες που συναντιούνται με άλλες συλλογικότητες και φτιάχνουν πρόσκαιρα μια μεγαλύτερη. Μιλούν για συμβολικές «απελευθερώσεις» συμβολικών χώρων, για επανοικειοποίηση του δημόσιου χώρου.
Παπαγαλία; Δεν νομίζω. Ο λόγος αυτών των διάσπαρτων μικρών συλλογικοτήτων δεν είναι ένα ακόμη copy-paste του συρμού. Πίσω από τα γνωστά λεκτικά σχήματα, πίσω από έννοιες βαρυφορτωμένες και κουρασμένες ίσως, μπορείς να διακρίνεις γνήσια αγωνία για ριζική προσέγγιση της πολιτικής, για επαναφορά σε μια πολιτική δραστική και θεμελιώδη, ικανή να ταράζει συνειδήσεις και να αλλάζει ζωές.
Μετά τις φλόγες της πρώτης εβδομάδας του Δεκεμβρίου, τα νέα υποκείμενα, αβάφτιστα ακόμη, ξεπερνούν το θέαμα της βίας, και ανακαλύπτουν την άλλη όψη του Διονύσου. Στις αφίσες, στους τοίχους, σε δικτυακά και έντυπα κείμενα, ξεπροβάλλει διαρκώς μια νέα ποίηση, επίμονη, ορμητική, υποβλητική, ποίηση που ζητάει ζωή, έκφραση, δημιουργία, αυτοπραγμάτωση. Ακούσαμε το τραγούδι της θάλασσας και δεν μπορούμε πια να κοιμηθούμε ― έτσι περιγράφεται η δίψα για ζωή στην αφίσα, κάτω από μια εντυπωσιακή μοντερνοβυζαντινή ζωγραφιά του πιο ταλαντούχου ίσως ζωγράφου της γενιάς του, του ελευθεριακού, ρομαντικού Φαϊτάκη.
Η ποίηση είναι πολιτική. Οι ανώνυμοι και επώνυμοι γραφιάδες των τοίχων και των μπλογκ επαναδιατυπώνουν δημιουργικά την κληρονομιά του Λωτρεαμόν και του Σολωμού, του Γουίτμαν και του Κατσαρού, του Μπωντλαίρ και του Γκυστάβ Κουρμπέ, του Ζακ Λουί Νταβίντ και του Ντελακρουά, του Γκόγια και του Κάσπαρ Νταβίντ Φρίντριχ. Επαναδιατυπώνουν το ρομαντικό αίτημα για σύντηξη τέχνης και ζωής, για τη ζωή ως έργο τέχνης.
Σπόροι. Θραύσματα. Τροχιοδεικτικά. Ψίθυροι. Που μπορούν να γίνουν άνθη, φωτοχυσίες και τραγούδια. Τα νεαρούδια, οι έφηβοι, οι εικοσάρηδες και τριαντάρηδες, βηματίζουν θαρρετά, χορευτικά στην κεντρική σκηνή, αυτοοργανώνονται, αυτοσχεδιάζουν, αυτονομούνται· περιφρονούν τον παλιό πολιτικό κόσμο, την πελατειακή και χειραγωγούμενη μάζα, τον κόσμο του καταναλωτισμού και της ετερονομίας, αδιαφορούν για την λαχανιασμένη correct Αριστερά και τις αγκυλώσεις της.
Σπόροι. Ομάδες, παρέες, μικρές συλλογικότητες. Οργανώνονται σαν σμήνη, ενώνονται, μεγαλώνουν και απλώνονται, σαν φράκταλ, σαν ψαρόνια, με χαοτικές συμμετρίες. Σαν δίκτυα κυψελών.
Από αυτές τις γενιές, τα σμήνη των αυτόφωτων ρομαντικών υποκειμένων, με το θεμελιώδες αίτημα για καθολική ζωή, ίσως προέλθει αναγέννηση της πολιτικής.
Τη χρειαζόμαστε so badly…