Ανάμεσα στ’ απομεινάρια του παλιού κόσμου που παρασύρονται από την καταιγίδα της κρίσης, βρίσκονται κι οι καλύτερες στιγμές του: η πρόσφατη δυτική παράδοση του “κοινωνικού κράτους”, που διασφάλιζε ως χθες ένα μίνιμουμ στα μέλη της κοινωνίας, μέσω του ασφαλιστικού συστήματος και του συστήματος της δημόσιας υγείας, σήμερα εξαφανίζεται όχι μ’ έναν πάταγο μα μ’ έναν λυγμό.
Ωστόσο, παραμένουμε άνθρωποι και οριζόμαστε από τη φυσική μας υπόσταση, το σώμα μας δηλαδή, και η ασθένεια είναι μια από τις πιθανές συνθήκες κάτω από τις οποίες μπορεί να βρεθούμε σε κάθε στιγμή της ζωής μας.
Όπως το έθεσε εύστοχα η Σούζαν Σόνταγκ, “η νόσος είναι η νυχτερινή ζώνη της ζωής, μια δεύτερη, πιο δυσβάστακτη υπηκοότητα. Καθένας μας γεννιέται κατέχοντας διπλή υπηκοότητα, μια στο βασίλειο των υγιών και μια στο βασίλειο των αρρώστων. Αν και όλοι μας προτιμούμε να χρησιμοποιούμε μόνο το διαβατήριο του υγιούς, αργά ή γρήγορα καθένας από μας υποχρεώνεται, τουλάχιστον για ένα χρονικό διάστημα, να πολιτογραφηθεί υπήκοος του άλλου εκείνου τόπου” (Σούζαν Σόνταγκ, “Η νόσος ως μεταφορά/Το AIDS και οι μεταφορές του”, Εκδόσεις Ύψιλον, 1993, σ. 9).
Σήμερα, όταν κάποιος τύχει ν’ αρρωστήσει, το σύστημα τον θέλει να μείνει μόνος με την ασθένειά του, μόνος κι έξω από το κοινωνικό σώμα, το οποίο, κατά τ’ άλλα, κρίνεται ως “υγιές” όταν πληρεί συγκεκριμένες προϋποθέσεις: όταν δεν σκέφτεται, όταν δεν αρνείται, όταν δεν προσπαθεί, όταν δεν οργανώνεται.
Πώς θα μπορούσαμε να επιτρέψουμε αυτή την απομόνωση, ειδικά όταν αυτός που τυχαίνει να έχει προσβληθεί από καρκίνο είναι ένας σύντροφός μας; Η δική μας ηθική στάση της αλληλεγγύης θα ήθελε να του διαθέσει όλα τα διαθέσιμα ιατρικά μέσα για την ανάρρωσή του. Θα ήθελε να έχει προβλέψει έναν μηχανισμό στήριξης και αλληλεγγύης για αυτούς που περνούν πρώτο χέρι τη δοκιμασία. Θα ήθελε το να αρρωσταίνει κανείς να μην συνοδεύεται μ’ ένα στίγμα και με ένα κρυφό δάγκωμα των χειλιών του κοινωνικού του κύκλου. Θα ήθελε να μοιραστεί μαζί του κάθε καρκινικό κύτταρο.
Θεωρούμε ότι αυτή η συζήτηση δεν έχει ανοίξει επαρκώς και πρέπει να ανοίξει, ειδικά στη σημερινή συγκυρία. Ως τότε, το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να στηρίξουμε τον σύντροφο με όποιον τρόπο μπορούμε – και, δυστυχώς, στις παρούσες συνθήκες η πραγμάτωση της αλληλεγγύης δεν μπορεί καταρχάς παρά να περάσει μέσα από τον μισητό κατά τ’ άλλα θεσμό του χρήματος, αφού τα φάρμακα και οι γιατροί δεν διατίθενται σ’ όσους τα έχουν ανάγκη, αλλά σε όσους πληρώνουν γι’ αυτά.
Από αυτή τη σκοπιά ζητάμε τη συνεισφορά σας για να σταθούμε όλοι μαζί δίπλα στον σύντροφο Κι ακόμη, να συμμετάσχουμε όλοι μαζί στη συζήτηση που αναγκαία θ’ ανοίξει, για το πώς θα διαχειριστούμε στο άμεσο μέλλον και το ζήτημα της υγείας.