Μαχητικά αθλήματα και φασισμός

Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα αναπτύσσονται με γοργούς ρυθμούς, τόσο από άποψη θεατών όσο και αθλητών, τα δυναμικά αθλήματα (πυγμαχία, kick boxing, muay Thai και εσχάτως οι μικτές πολεμικές τέχνες). Παράλληλα όμως, ο χώρος αυτός έχει διαβρωθεί από φασίστες, σε βαθμό σχολές εκμάθησης αλλά και διοργανώσεις να αποτελούν σημαντικό βέλος στην φαρέτρα τους για προπαγάνδα και στρατολόγηση νέων μελών.

Ανέκαθεν τα ασπόνδυλα έδειχναν ιδιαίτερη κλίση στα δυναμικά αθλήματα. Το προαναφερθέν εξηγείται αρκετά απλά αν αναλογιστούμε αφενός την πειθαρχία που απαιτείται στα αθλήματα αυτά και η οποία προσιδιάζει μ’ αυτή που απαιτείται σε στρατιωτικά διαρθρωμένες οργανώσεις, αφετέρου αν λάβουμε υπ’ όψιν μας τις δράσεις των φασιστών. Πογκρόμ σε μετανάστες, ομοφοβικές επιθέσεις και πεσίματα σε στέκια, όλα αυτά καθίστανται πιο εύκολα αν υπάρχει ένα μαχητικό υπόβαθρο. Το γεγονός αυτό οδήγησε στο να κατακλυσθούν τα γυμναστήρια από νοσταλγούς του Ρούντολφ Ες, σε βαθμό να έχουν δημιουργηθεί γυμναστήρια, όπου πέρα από το εκάστοτε άθλημα υπάρχει και κατήχηση. Παράλληλα λοιπόν με την προπόνηση, οι αθλητές μαθαίνουν να αγαπούν έννοιες όπως η μισαλλοδοξία, ο ρατσισμός κοκ. Ως εκ τούτου, συχνά βλέπουμε αθλητές –επαγγελματίες και μη- αλλά ακόμα και δασκάλους να φέρουν από ελληνικές σημαίες μέχρι και τατουάζ σβάστικες, μαιάνδρους και λοιπά σύμβολα.

Απόρροια όλων αυτών είναι να καλλιεργείται ένα πνεύμα ανωτερότητας και επιτακτικότητας για νίκη του εκάστοτε έλληνα αθλητή, εφόσον αντιμετωπίζει ξένο. Το περιρρέον κλίμα είναι κάτι παραπάνω από εχθρικό και η συμπεριφορά θυμίζει την αντίστοιχη οπαδική. Οι παρευρισκόμενοι δεν περιορίζονται στη στήριξη του αθλητή της αρεσκείας τους αλλά αρχίζουν τα «γαλλικά» προς τον αντίπαλο, τα οποία σχεδόν πάντα συνοδεύονται από υποτιμητική προσφώνηση, σχετιζόμενη με την εθνικότητα του αθλητή. Συγκεκριμένα, «οι συνουσίες» με ξένες χώρες είναι αρκετά συνήθεις, ιδιαίτερα όταν κάποιος προέρχεται από την Αλβανία, τη Βουλγαρία ή και την Τουρκία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο τελευταίος αγώνας του Μιχάλη Ζαμπίδη με τον Τούρκο αθλητή Harun Kina. Στο αγωνιστικό κομμάτι, η διαφορά δυναμικότητας ήταν χαώδης και αυτό είχε ως αποτέλεσμα μία πολύ άνετη επικράτηση του Ζαμπίδη. Εντούτοις, ο αγώνας βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, όχι διότι δρέπει δάφνες ποιότητας αλλά για την συμπεριφορά των «φιλάθλων». Αποδοκιμασίες κατά την διάρκεια της ανάκρουσης του εθνικού ύμνου της Τουρκίας, βρισιές προς τον Harun Kina αλλά και συνθήματα εθνικιστικού περιεχομένου, συνέθεταν το κλίμα.

Σε αυτό μεγάλη ευθύνη φέρουν οι διοργανωτές και οι promoters των διοργανώσεων, καθώς είναι συχνά απαντώμενο το φαινόμενο να στήνονται ολόκληρες προωθητικές εκστρατείες με βάση την εθνικότητα του αντιπάλου. Δημιουργία –ανεδαφικού- αισθήματος ανωτερότητας των ελλήνων αθλητών έναντι των ξένων, τηλεοπτικά σποτάκια που βασίζονται και απευθύνονται στον «πατριωτισμό» των μικροαστών και συνθήματα που παραπέμπουν σε φασιστικές οργανώσεις, είναι αρκετά συνήθεις μέθοδοι διαφήμισης ενός αγώνα.

Μολοταύτα, παρά το αναντίρρητο γεγονός πως στα αθλήματα αυτά την πρωτοκαθεδρία την έχουν οι φασίστες, πρέπει να τονιστεί πως είναι αρκετά ελπιδοφόρο πως όλο και περισσότερες κινηματικές δομές και άτομα που προσδιορίζονται εντός του κινήματος ασχολούνται με τα μαχητικά αθλήματα. Από άποψη ζύμωσης δεν πρέπει να αφήνεται χώρος για να αρθρώνουν λόγο και να κάνουν προπαγάνδα τα ασπόνδυλα και το αντιφασιστικό κίνημα έχει αποδείξει πως γνωρίζει πώς να τα αντιμετωπίζει.

ΟΕ

Δημοσιεύτηκε στο Χαμπέρι 11, Μάης 2015

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *